«…Εμφανίστηκε
μπροστά τους ένας πάρα πολύ κοντός άντρας που δεν τον είχαν ξαναδεί. Τους υπέδειξε
τη θέση όπου θα έχτιζαν το χωριό, με τον όρο να δώσουν σε αυτό το όνομά του, κι
εξαφανίστηκε! Μη γνωρίζοντας πως ονομάζεται ο κοντός άντρας, οι μελλοντικοί
κάτοικοι των Σκούρτων, έδωσαν στο χωριό τη σημερινή του ονομασία, από τη λέξη
"σκουρτ" που στα αρβανίτικα σημαίνει κοντός…»
Αφήνοντας
τις βόρειες πλαγιές της Πάρνηθας προς τα δυτικά, στο μεγάλο οροπέδιο που
σχηματίζεται εκεί, βρίσκονται μισοξεχασμένα τα Δερβενοχώρια. Διοικητικά ανήκουν
στη Βοιωτία, και είναι ακριβώς στα σύνορα με την Αττική. Θεωρούνται αττική
γη (Πάρνηθα), παρ’ όλο που τυπικά είναι ενταγμένα στο γειτονικό νομό.
Τα
όμβρια ύδατα των ετήσιων βροχοπτώσεων στην ευρύτερη περιοχή των Δερβενοχωρίων,
αποστραγγίζονται στις καταβόθρες του οροπεδίου των Σκούρτων. Είναι φυσικές οδοί
διαφυγής του νερού, που έχουν διανοιχθεί από τη διάβρωση στα πετρώματα που
προκαλεί συνεχώς η ορμή των υδάτων. Την καλοκαιρινή περίοδο που οι βροχοπτώσεις
παύουν, οι καταβόθρες μπορούν να είναι επισκέψιμες, αρκεί βέβαια να μην
υπάρχουν πολλά νερά στο εσωτερικό τους. Είναι λοιπόν σπήλαια – φυσικοί αγωγοί
ομβρίων υδάτων, που πολλές φορές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον περισσότερο λόγω
του μεγάλου μήκους των διαδρομών των στοών τους, και λιγότερο για
τους σταλακτιτικούς σχηματισμούς τους, αφού η συνεχής ροή του νερού δεν
επιτρέπει πάντα τη δημιουργία διακόσμου.Οι κάτοικοι της περιοχής βεβαιώνουν ότι υπάρχουν δεκάδες τέτοιες καταβόθρες διάσπαρτες στα χωράφια τους και στις βάσεις των λόφων που υψώνονται μέσα στο οροπέδιο, όπως ακριβώς συμβαίνει άλλωστε και στην περιοχή της αποξηραμένης λίμνης Κωπαΐδας. Τα νερά που μεταφέρουν τα ρέματα στη λεκάνη του οροπεδίου από τα γύρω βουνά, απομακρύνονται μέσω υπογείων διαδρομών προς τη θάλασσα.
Η μεγαλύτερη καταβόθρα του οροπεδίου βρίσκεται κοντά στο κανάλι του Μόρνου, στους πρόποδες του χαμηλού ασβεστολιθικού λόφου «Ρόκανι» και σε υψόμετρο 490 μ., δίπλα στο δρόμο που συνδέει τα χωριά Σκούρτα και Πύλη, δυτικά του πρώτου και κοντύτερα στο δεύτερο.
Η είσοδός
της εντοπίζεται στο τέλος μιας μικρής ρεματιάς με πυκνή βλάστηση και κατεύθυνση
προς τα ριζά του λόφου.
Στον επιφανειακό πυθμένα μιας σχετικά ρηχής τοπικής
υδρολογικής λεκάνης, σχηματίζεται ένα ευρύχωρο άνοιγμα φυσικού πηγαδιού με κατακόρυφο
βάθος 12 περίπου μέτρων.
Από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη, τα νερά κυλούν προς
το εσωτερικό, σχηματίζοντας καταρράκτη, γι’ αυτό και το σπήλαιο είναι
απλησίαστο εκείνη την περίοδο.
Η καταβόθρα είχε εξερευνηθεί αρχικά (αρχές δεκαετίας '50) από την
ομάδα του Ιωάννη και της Άννας Πετροχείλου σε μήκος 210 μ.,
οπότε και μια αναλυτική περιγραφή του πρώτου υπάρχει ως άρθρο στο περιοδικό «ΠΑΝ»,
Μαρτίου – Απριλίου του 1951.
Συγκρίνετε, στην επόμενη φωτογραφία, το ύψος της στοάς με το ύψος ενός ανθρώπου.
Σε διάφορες εσοχές ψηλά στα τοιχώματα του τούνελ, υπάρχουν διαφόρων ειδών αντικείμενα που παρασύρονται από τα νερά, όταν βρίσκονται σε ψηλή στάθμη το χειμώνα.
Στα πρώτα μέτρα, υπάρχει κάποιος διάκοσμος, στα ενδότερα όμως θα συναντήσουμε πολύ περισσότερο!
Η κύρια διαδρομή της καταβόθρας, κατέληγε παλαιότερα -στα 350 μέτρα από την είσοδο- σε μια μεγάλη καθαρή βαθιά λίμνη, στο βυθό της οποίας υπήρχε σιφώνι (στενή υποβρύχια δίοδος) από όπου διέφευγαν τα νερά.
Από το σημείο εκείνο και μέσα από το σιφώνι, έχουν εξερευνηθεί ακόμη 150 μέτρα (Ν. Λελούδας).
Σήμερα όμως το νερό βρίσκεται σε υψηλότερη στάθμη, κι έτσι το επισκέψιμο μέρος της βασικής διαδρομής ολοκληρώνεται πολύ νωρίτερα, σε άλλο πλημμυρισμένο σημείο.
Υπάρχει
όμως και μία δεύτερη λιγότερο γνωστή διακλάδωση, από την πρώτη λίμνη
προς διαφορετική κατεύθυνση, την οποία είχαμε εντοπίσει πρώτη φορά πριν από
τρία χρόνια σε επίσκεψη μαζί με το σπηλαιολόγο Θ. Ξανθόπουλο.
Ξεκινάει με
μια απότομη στενή ανηφορική δίοδο, που στη συνέχεια έχει για λίγα μέτρα σταθερή κλίση και θυμίζει τεχνητά διανοιγμένη διατομή.
Στα τοιχώματα κατά μήκος των στοών της σχηματίζεται αξιόλογος σταλακτιτικός διάκοσμος, κάτι που φανερώνει ότι η ροή του νερού εδώ είναι ασθενέστερη.
Ο κλάδος αυτός, προκύπτει ότι είναι μάλλον τροφοδοτικός του βασικού, δηλαδή φέρνει νερό, καθώς οδεύοντας προς το τέλος του, ανεβαίναμε υψομετρικά, βρισκόμενοι κοντά στην επιφάνεια, κάτι που μαρτυρούσαν οι ρίζες που υπήρχαν στα τοιχώματα και την οροφή.
Εκτός από τα τοιχώματα, σχηματισμοί υπήρχαν επίσης και στο δάπεδο (γκουρ), όλα σε χρώμα καφέ, λόγω της λάσπης.
Οι μεγάλες ποσότητες λάσπης που έχουν προκύψει από το νερό που στραγγίζεται στο εσωτερικό από την επιφάνεια, έντυναν όλες σχεδόν τις επιφάνειες, κάτι που έκανε την κίνησή μας δυσκολότερη.
Αρκετά δείγματα και λευκού διάκοσμου μας έκαναν να υποθέτουμε ότι αν δεν υπήρχε η λάσπη, τα πάντα θα ήταν κατάλευκα εδώ μέσα...
Άξιο λόγου
είναι ένα μικρό παρακλάδι λίγο μετά το ξεκίνημα της διαδρομής αυτής, που καταλήγει ευθεία
(η συνέχεια είναι στα αριστερά) στο χώρο μιας παραμυθένιας λίμνης με γαλάζια
νερά, που έδειχνε στο τέλος της να συνεχίζει και σε διπλανό δωμάτιο, μέσα από
χαμηλό πέρασμα. Το μέγιστο βάθος της φαινόταν να αγγίζει τα τρία μέτρα
(απαιτούσε κολύμβηση για να τη διασχίσουμε) ενώ σε μήκος έφτανε τα δέκα μέτρα,
στο πεδίο που εμείς βλέπαμε.
Στον ίδιο χώρο και σε χαμηλότερο επίπεδο στο οποίο
οδηγηθήκαμε από ένα κάθετο κατέβασμα, υπάρχει μία ακόμη μικρότερη λίμνη, με
νερά της ίδιας διαύγειας με την πρώτη.
Σχετικά τώρα
με την τοποθεσία όπου καταλήγουν τα νερά της καταβόθρας, υπάρχουν διάφορες
απόψεις. Η τοπική παράδοση θέλει τα νερά να φτάνουν μέχρι τον Ωρωπό, μια
απόσταση γύρω στα 25 χιλιόμετρα… Κατά το Ν. Λελούδα, τα πρώτα χρόνια των
εξερευνήσεων, με ειδικές φωσφορούχες ουσίες που είχαν ρίξει στην είσοδο της καταβόθρας
το χειμώνα, διαπίστωσαν ότι τα νερά έφταναν μέχρι τη Λάρυμνα, όπου έβγαιναν
στην τοποθεσία Σκορπονέρια, εκεί που καταλήγουν πιθανά και νερά από
κοντινότερες καταβόθρες.
Η τοποθεσία αυτή απέχει γύρω στα 45 (!) χιλιόμετρα από
την είσοδο της καταβόθρας, μια απόσταση που είναι δύσκολο να ανταποκρίνεται
στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, ο Ν. Νέζης αναφέρει ότι η καταβόθρα μετά από
διαδοχικές πτώσεις και μικρές λίμνες, φαίνεται να έχει διέξοδο προς βορρά και
σε απόσταση 5 χιλιομέτρων, μια απόσταση στην οποία όμως δεν υπάρχει ακτή. Μια
ομάδα Άγγλων, που είχε καταδυθεί αρχές δεκαετίας του ’70 σε κάποια από τα
σιφώνια της καταβόθρας, δε δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ερευνών της. Οι
ντόπιοι αναφέρουν ότι οι δύτες έφτασαν μέχρι τον Ωρωπό, κάτι που δε μπορεί να
ισχύει, οπότε η τοποθεσία της κατάληξης παραμένει ακόμη άγνωστη.
Τα
σκουπίδια που παρασύρονται κάθε χειμώνα στο εσωτερικό της καταβόθρας των
Σκούρτων είναι αρκετά. Το 2010 που την είχαμε ξαναεπισκεφτεί, ήταν οπωσδήποτε
περισσότερα από όσα βρήκαμε τώρα. Να σημειωθεί επίσης, ότι το 2007 είχε
πραγματοποιηθεί καθαρισμός της καταβόθρας με την εθελοντική συμμετοχή
σπηλαιολόγων, οι οποίοι είχαν μαζέψει τουλάχιστον 30 σακούλες σκουπίδια, 5 από
το χώρο γύρω από την είσοδο, και πάνω από 25 μέσα από το σπήλαιο, για τις
οποίες χρειάστηκαν πέντε δρομολόγια ως τη χωματερή, ενός αγροτικού που είχε
διαθέσει τότε ο δήμος.
Είναι πολλές οι περιπτώσεις που τα σπήλαια χρειάζονται
τη βοήθειά μας για να συνεχίσουν να στολίζουν τον υπόγειο κόσμο που συχνά
επισκεπτόμαστε… Ας φροντίζουμε τουλάχιστον να τα διατηρούμε καθαρά.
Κείμενο, φωτογραφίες: Παναγιώτης Δευτεραίος
Δραστηριότητα: κάθετη και οριζόντια σπηλαιολογία
Συμμετείχαν: Αλέξανδρος Τσεκούρας, Ιωάννης Αθάνατος, Παναγιώτης Δευτεραίος
Πληροφορίες κειμένου:
Δραστηριότητα: κάθετη και οριζόντια σπηλαιολογία
Συμμετείχαν: Αλέξανδρος Τσεκούρας, Ιωάννης Αθάνατος, Παναγιώτης Δευτεραίος
Πληροφορίες κειμένου:
Μενέλαος Τσικλίδης, Αττική η μαγική γη (τόμος Β΄), Αθήνα 1999
Νίκος Νέζης, Τα βουνά της Αττικής, Αθήνα 1983
Νίκος Λελούδας, Εξερευνώντας την υπόγεια Ελλάδα (τόμος Α΄), Αθήνα 2005
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου